ξεστηθώνω

ξεστηθώνω
αμετ. показывать грудь;

ξεστηθώνομαι — открывать, обнажать грудь


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξεστηθώνω" в других словарях:

  • ξεστηθώνω — 1. αποκαλύπτω, φανερώνω, γυμνώνω το στήθος 2. (το μέσ.) ξεστηθώνομαι (για μητέρα) βγάζω το στήθος έξω από τα ενδύματα για να θηλάσω βρέφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + στήθος] …   Dictionary of Greek

  • ξεστηθώνω — ξεστήθωσα, ξεστηθώθηκα, ξεστηθωμένος, μτβ., κάνω να φανεί, αποκαλύπτω το στήθος μου: Περπατεί στους δρόμους ξεστηθωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεστήθωμα — το [ξεστηθώνω] γύμνωση τού στήθους …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»